φιλοποτία

φιλοποτία
ἡ, Α
βλ. φιλοποσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλοποτία — φιλοποτίᾱ , φιλοποτία fem nom/voc/acc dual φιλοποτίᾱ , φιλοποτία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποτίαν — φιλοποτίᾱν , φιλοποτία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοποσία — η, ΝΜΑ, και φιλοποτία Α [φιλοπότης] η αγάπη για το ποτό και, ιδίως, για το κρασί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”